- κατακτώμαι
- κατακτῶμαι, -άομαι (Α)βλ. κατακτώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακτώμαι — κατακτώμαι, κατακτήθηκα, κατακτημένος βλ. πίν. 61 και πρβλ. κατακτιέμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατάκτηση — η (AM κατάκτησις) [κατακτῶμαι] 1. η απόκτηση, η κυριότητα, η επιτυχία μετά από αρκετές και δύσκολες προσπάθειες (α. «η κατάκτηση τού πλούτου» β. «η κατάκτηση τού διαστήματος» γ. «δυνάμεως ῥητορικῆς κατάκτησις», Φιλόδ.) 2. η επιβολή δύναμης με… … Dictionary of Greek
κατακτώ — (Α κατακτώμαι, άομαι) 1. αποκτώ κάτι με κόπους και προσπάθειες ή με την ικανότητά μου (α. «κατέκτησε με αγώνες την εξουσία» β. «ἀρετὴν κατακτώμενοι», Θουκ.) 2. προσελκύω προς το μέρος μου, κερδίζω την εύνοια κάποιου (α. «τόν κατέκτησε με τον… … Dictionary of Greek
κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… … Dictionary of Greek
προσκατακτώμαι — άομαι, Α 1. κατακτώ, κυριεύω επί πλέον («προσκατακτωμένους πολλὴν τῆς ὁμόρου χώρας», Διόδ.) 2. παραγγέλω κατασκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κατακτῶμαι «καταλαμβάνω»] … Dictionary of Greek
συγκατακτώμαι — άομαι, Α [κατακτῶμαι] 1. κυριεύω, κατακτώ κάτι μαζί με άλλον («τὴν δὲὲ νῆσον ὡμολόγησαν αὐτῷ συγκατακτήσασθαι», Διόδ.) 2. αποκτώ εξ ολοκλήρου κάτι μαζί με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
χωροβατώ — έω, ΜΑ [χωροβάτης] βαδίζω, περπατώ μσν. παθ. χωροβατοῡμαι, έομαι κυριεύομαι από εισβολέα, κατακτώμαι αρχ. 1. (σχετικά με εδαφικές εκτάσεις) μετρώ με βήματα 2. χρησιμοποιώ χωροβάτη … Dictionary of Greek
κατακτιέμαι — κατακτιέμαι, κατακτήθηκα, κατακτημένος βλ. πίν. 59 και πρβλ. κατακτώμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής